Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

οδοντόπτωση, (-ις), η

     οδonto'ptosi, (-is)    
odontoptosis

     οδοντοπτόσις    

Ερμηνεία:

Η προς τα κάτω μετακίνηση ενός άνω οδόντος, συνεπεία απωλείας του ανταγωνιστή ωτου οδόντα, στην κάτω γνάθο. 



Ετυμολογία:

οδούς, οδόντος (tooth) + πτώσις (πέσιμο, a falling)

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Οδοντιατρική: